ΘΡΥΛΟΙ & ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ
       

Κάθε τόπος, έτσι και η Ύδρα, έχει τους θρύλους και τις παραδόσεις που από στόμα σε στόμα σαν παραμύθι μεταδίδονται από τα παλιά χρόνια στις νεότερες γενιές.

Ο Καλόγερος

Στον παλιό καιρό ζούσε στην Ύδρα κάποιος ψαράς ο οποίος θέλησε να γίνει καλόγερος και κατέφυγε στο μικρό, απέναντι στον Βλυχό νησάκι του Αγίου Ιωάννη. Απλοϊκός και αγράμματος καθώς ήταν αντί για κάθε άλλη προσευχή κάνοντας πάντα τον σταυρό του έλεγε Κύριε μη με ελεήσεις αντί του Κύριε ελέησόν με. Η πίστη του όμως στο Χριστό ήταν τόσο μεγάλη και η καρδιά του τόσο καθαρή ώστε κάποια εποχή που αποκλείστηκε στο νησάκι του από το δυνατό μελτέμι που φυσούσε και μοναχός και έρημος πεινούσε, μπήκε στη θάλασσα και περπατώντας πάνω στα θεόρατα κύματα έφθασε στην Ύδρα.

Ο Μιαούλης και ο Νέλσων

Στην εποχή των Ναπολεόντειων Πολέμων, όταν η Αγγλία με τον κραταιό στόλο της υπό τον ναύαρχο Νέλσωνα κατέστρεψε τον Γαλλικό στόλο στο Τραφάλγκαρ, είχε αποκλείσει την Ευρωπαϊκή Ήπειρο που κατείχε τότε ο Ναπολέων. Η Ευρώπη πεινούσε και πλήρωνε όσο- όσο κάθε είδος διατροφής. Όλα τα καράβια φορτωμένα με παντοειδή τρόφιμα από την ανατολή κατευθύνονταν προς την Δύση, όπου προσπαθούσαν να βρουν ένα σημείο για να διεισδύσουν στην αποκλεισμένη Ευρώπη, διασπώντας τον αποκλεισμό Αγγλικού στόλου, για να πουλήσουν το εμπόρευμά τους σε τιμές υπέρογκες. Το ίδιο έκανε και ο Ανδρέας Μιαούλης, νέος ακόμη τότε, κυβερνώντας το μπρίκι του φορτωμένο με ρωσικό σιτάρι από την Μαύρη θάλασσα. Σ' ένα από τα ταξίδια του συναντήθηκε με Αγγλικά πολεμικά στα οποία ύστερα από πολύωρη καταδίωξη και ανταλλαγή κανονιοβολισμών αναγκάστηκε να παραδοθεί. Ήταν κανόνας τότε, όποιος συλαμβανόταν στην προσπάθειά του να διασπάσει τον αποκλεισμό, να θεωρείται ως εχθρός της Αγγλίας και χωρίς δίκη να κρεμιέται από τα κατάρτια των Αγγλικών πολεμικών. Ο Νέλσων, θέλησε να δει τον νέο Έλληνα πλοίαρχο, ο οποίος με ένα τόσο δα καραβάκι ηρωϊκά αντιστάθηκε στα μεγάλα πολεμικά του και διέταξε να τον φέρουν μπροστά του. Τι θα έκανες αν ήσουν εσύ στην θέση μου? Θα σε κρεμούσα ήταν η αγέρωχη και αντρική απάντηση. Το θάρρος του Μιαούλη έκαμε εντύπωση στον Νέλσωνα ο οποίος συγκινήθηκε από το νεαρό της ηλικίας του Μιαούλη και την Ελληνική καταγωγή του, και όχι μόνο του χάρισε τη ζωή αλλά και τον άφησε ελεύθερο.

Η γριά Καραντάναινα

Είναι η σπαρτιάτισσα της Ύδρας. Χήρα ναυτικού μεγάλωσε το μονάκριβο παιδί της που γίνηκε κι αυτό ναυτικός στα προ της Επαναστάσεως του 1821 χρόνια. Ήταν η εποχή που η Ύδρα αντί για φόρο υποτέλειας στην Τουρκία έστελνε μερικά διαλεχτά παλληκάρια της για να υπηρετήσουν, γυμνασμένοι αυτοί και φτασμένοι θαλασσινοί, ένα χρόνο ως Σαφερλήδες όπως τους έλεγαν τότε, στο Τουρκικό Ναυτικό στον Ταρσανά της Πόλης. Μεταξύ εκείνων που πήγαν αυτή την χρονιά ήταν και ο γιος της Καραντάναινας. Οι άλλοι επέστρεψαν στο τέλος της θητείας τους και μόνο ο Καραντάνης δεν γύρισε κι όπως μαθεύτηκε είχε αλλαξοπιστήσει κι έμεινε στην πόλη όπου πήρε βαθμούς και αξιώματα. Το κτύπημα ήταν σκληρό για την μάνα που έβαλε αμέσως τα μαύρα και κλείστηκε στο σπίτι της, κατά την Κιάφα, αμίλητη και βλοσυρή, κόβοντας κάθε σχέση με τον έξω κόσμο. Αρκετά χρόνια πέρασαν ώσπου κάποιο πρωί ένα μεγάλο τουρκικό καράβι έφθασε στην Ύδρα και μια βάρκα έβγαλε στην προκυμαία έναν άνδρα, πλούσια ντυμένο μέσα σε τουρκική ναυτική στολή. Όσοι τον γνώρισαν έστρεψαν τα κεφάλια τους αλλού με περιφρόνηση. Αυτός τράβηξε την ανηφοριά κατά την Κιάφα όπου κτύπησε τον πόρτα της γριάς Καραντάναινας. Ποιός είναι. Άνοιξέ μου μάνα. Εγώ είμαι ο γιος σου. Δεν έχω γιο ζωντανό εγώ, ο γιος μου πέθανε εδώ και χρόνια στην Πόλη. Μωρέ μάνα άνοιξε για να δεις πως είμαι εγώ, και να με καμαρώσεις μεγάλο και τρανό. Εκείνη άνοιξε την πόρτα και αμίλητη παραμέρισε για να περάσει ο ξένος..... Για δείξε το μεγάλο καράβι σου του είπε . Την τράβηξε από το χέρι ως την άκρη της ταράτσας που έβλεπε προς το λιμάνι κι εκεί του δίνει μια σπρωξιά με όση δύναμη της είχε απομείνει και τον ρίχνει προς το γκρεμό λέγοντας.. Δεν είσαι γιος μου μια και πρόδωσες την πατρίδα σου και αρνήθηκες την πίστη σου.

Το Πόδι του Χριστού

Λίγο έξω από το λιμάνι της Ύδρας, στον παραλιακό δρόμου προς το μανδράκι, πάνω σε μια μεγάλη πέτρα είναι ένα αποτύπωμα σαν από πατούσα ανθρωπίνου ποδιού σε μεγαλύτερη του συνηθισμένου διάσταση. Είναι το σημάδι του ποδιού του Χριστού. Κατά την παράδοση την παλιά εποχή ο Χριστός έτυχε να περάσει και από την Ύδρα. Τριγυρίζοντας στο νησί παραπάτησε σε μια στιγμή και το πόδι του χώθηκε στο μαλακό χώμα που έγινε αμέσως σκληρός γρανιτόβραχος κι έχει από τότε το σημάδι του ποδιού.

Σταυρού Λύσε - Σταυρού Δέσε

Την παλαιά εποχή όταν ακόμη οι Υδραίοι δεν είχαν ναυπηγήσει μεγάλα καράβια και δεν είχαν αποκτήσει την ναυτική πείρα τους, υφίσταντο τόσες πολλές απώλειες και ναυάγια ώστε για να τα περιορίσουν δημιούργησαν το αναφερόμενο στου πλοιάρχους και στα ταξίδια ρητό: Σταυρού δέσε-Σταυρού λύσε Ήταν συμβουλή στους ιδιοκτήτες σκαφών να δέσουν τα σκάφη τους και να τ' ακινητοποιήσουν ολόκληρο το χειμώνα, δηλαδή από της 14 Σεπτεμβρίου ημέρα της εορτής του Σταυρού μέχρι την άλλη γιορτή του Σταυρού που γίνεται την τρίτη Κυριακή της Σαρακοστής.

Κλίσηζα με βερέ

Είναι γνωστό σε όσους έχουν ταξιδέψει σ΄εκείνα τα νερά πόσο φουρτουνιασμένη είναι η θάλασσα στο Μπουγάζι της Ύδρας όταν φυσάει μελτέμι. Μια τέτοια θάλασσα συνάντησε τον παλιό καιρό ένα καραβάκι φορτωμένα με κρασιά που σκεπαζόταν από την πλώρη ως την πρύμνη από το κύμα. Ο κίνδυνος για το καράβι του που θα βούλιαζε έκανε το πλοίαρχο να επικαλεσθεί την βοήθεια του Χριστού. Βοήθησέ μας Χριστέ μου να σωθούμε και θα κτίσω μια εκκλησία με κρασί αντί για νερό στον Άγιο που γιορτάζει σήμερα. Το καράβι βρήκε σε λίγο καταφύγιο σε έναν ορμίσκο πίσω από το βουνό Ζάστανι. Κι ο πλοίαρχος έκτισε εκεί ένα μικρό εκκλησάκι στην μνήμη του Αγίου Κυπριανού που γιόρταζε την ημέρα εκείνη, την 2 Οκτωβρίου. Οι Υδραίοι μέχρι σήμερα τον αποκαλούν Κλήσιζα με βερέ. Η Εκκλησία με το κρασί.

Το Ζαστάνι

Προς τα Νοτιοδυτικά του λιμανιού της Ύδρας και σε απόσταση δύο μιλίων υψώνεται άγριος και απόκρημνος ένας απάτητος βράχος ψηλός ως 200 μέτρα του οποίου η πλευρά προς την θάλασσα φαίνεται απότομα κοφτή . Είναι το Ζάστανι. Από την κορφή αυτού του βουνού, λέει η παράδοση οι παλιοί Υδραίοι έριχναν σαν σε Καιάδα τους γέροντες ύστερα από μια ηλικία. τους έβαζαν μέσα σε κοφίνια τα οποία κατρακυλούσαν από ύψος προς την θάλασσα. Κάποτε ένας Υδραίος με τον γιο του μετέφερε τον γέροντα πατέρα του ως την κορυφή του Ζάστανι για να τον ρίξει απ' εκεί σύμφωνα με το έθιμο μέσα σε ένα καινούργιο κοφίνι. Την τελευταία στιγμή ο γιος του το λέει Καλέ πατέρα γιατί βάζουμε το καινούργιο κοφίνι κι όχι ένα παλιό . Αυτό είναι καινούργιο και κρατάει για το μεταχειριστούμε για σένα. Ο γιος του γέροντα σκέφτηκε λοιπόν πως εκείνο ου ως τότε θεωρούσε καθήκον ήταν εγκληματική πράξη που μια μέρα θα την περνούσε και ο ίδιος. Συνήλθε λοιπόν και γύρισε πίσω με τον πατέρα του στη χώρα. Ήταν ο πρώτος που έδωσε την αφορμή να σταματήσει αυτό το φοβερό έθιμο.

Πηγή: Ταξίδι στην Ύδρα, του Ιωάννη Μύρικλη